- ὑσταλωπιᾷ
- ὑσταλωπιᾷ· νυστάζει, Hsch. [full] ὕσταξ· πάσσαλος κεράτινος, Id. (ὕστα· ξυρίς in Theognost.Can.24 shd. perh. be ὕσταξ· ὑρίς).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υσταλωπιά — Α (κατά τον Ησύχ.) «νυστάζει» … Dictionary of Greek